νεκροφάνεια

νεκροφάνεια
η
φαινομενικός θάνατος, κατάσταση όπου ο οργανισμός φαίνεται νεκρός, ενώ δεν είναι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεκροφάνεια — Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο φαίνεται ως νεκρό εξαιτίας αναστολής των εξωτερικών εκδηλώσεων της ζωής του. Η ν. εκδηλώνεται με διακοπή της κινητικότητας και αισθητικότητας του ατόμου, έλλειψη της συνείδησης, και σχεδόν πλήρη διακοπή της… …   Dictionary of Greek

  • νεκροφανειοφοβία — η ο έμμονος και παθολογικός φόβος μερικών ατόμων μήπως πάθουν νεκροφάνεια και ενταφιαστούν ζωντανοί. [ΕΤΥΜΟΛ. νεκροφάνεια + φοβία] …   Dictionary of Greek

  • νεκροφανής — ές αυτός που έπαθε νεκροφάνεια, ο φαινομενικά νεκρός. επίρρ... νεκροφανώς (Α νεκροφανῶς) σαν νεκρός, με τρόπο ώστε να φαίνεται κανείς νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φανής (< θ. φαν πρβλ. ἐ φάν ην, αορ. β τού φαίνω), πρβλ. μεσο φανής. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • Κανέλλος, Στέφανος — (Κωνσταντινούπολη 1792 – Κρήτη 1823). Λόγιος, γιατρός, ποιητής και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης μετέβη στη Γερμανία, όπου σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και φυσικές… …   Dictionary of Greek

  • αβίωση — η φαινομενική αναστολή των λειτουργιών της ζωής, νεκροφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”